στίγγος

στίγγος
ο, Ν
ναυτ. κοινή ονομασία τού συστολέα, σχοινιού που χρησιμοποιείται για το μάζεμα τών ιστίων πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”